- κομπανιάρω
- αμετ. аккомпанировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπανιάρω — ακομπανιάρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare] … Dictionary of Greek
κομπανιάρισμα — το [κομπανιάρω] ακομπανιάρισμα* … Dictionary of Greek